ψαλμός

ψαλμός
ψαλ-μός, ,
A twitching or twanging with the fingers,

ψαλμοὶ τόξων E.Ion173

(lyr.);

τοξήρει ψαλμῷ [τοξεύσας] Id.HF1064

(lyr.).
II mostly of musical strings,

πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Telest.5

, cf. Diog.Trag.1.9, Aret.CA1.1.
2 the sound of the cithara or harp, Pi.Fr.125, cf. Phryn.Trag.11;

ψαλμὸς δ' ἀλαλάζει A.Fr.57.7

(anap.); there were contests in τὸ ψάλλειν, Michel898.10(Chios, ii B. C.), 913.6(Teos, ii B. C.).
3 later, song sung to the harp, psalm, LXX 2 Ki.23.1, al., Ep.Eph.5.19;

βίβλος ψαλμῶν Ev.Luc.20.42

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψαλμός — twitching masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμός — ο, ΝΜΑ [ψάλλω] 1. θρησκευτική ωδή, λατρευτικός ύμνος τού οποίου η εκτέλεση κατά την αρχαιότητα γινόταν με τη συνοδεία έγχορδου οργάνου 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ψαλμοί εκκλ. κανονικό βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, αλλ. Ψαλτήριο ή Βίβλος Ψαλμών… …   Dictionary of Greek

  • ψαλμός — ο 1. εκκλησιαστικός ύμνος. 2. φρ., «κοντός ψαλμός αλληλούια», κάτι που συντελείται γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλμοῖς — ψαλμός twitching masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμοῖσι — ψαλμός twitching masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμοῖσιν — ψαλμός twitching masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμοί — ψαλμός twitching masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμοῦ — ψαλμός twitching masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμούς — ψαλμός twitching masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῶν — ψαλμός twitching masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῷ — ψαλμός twitching masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”